-
1 ὀνύχιον
2 pig's trotters, Sammelb.1941 (iv A. D.), PLond.3.1259.37 (iv A. D.).3 an eyedisease, = ὄνυξ111.2, PMed.Strassb.p.6 K.: pl., Aët.7.30.4 σκόρδων ὀνύχια cloues of garlic, Id.11.11.II (ὄνυξ 111.4
) a kind of onyx, Thphr.Lap.31, LXX Ex.28.20 : as Adj. ὀνύχιος (sc. λίθος), Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνύχιον
См. также в других словарях:
ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… … Dictionary of Greek